Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀπόθριξ οἱ/αἱ ἀπότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ἀπότριχος τῶν ἀποτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ἀπότριχ τοῖς/ταῖς ἀπότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπότριχ τοὺς/τὰς ἀπότριχᾰς
     κλητική ! ἀπόθριξ ἀπότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ἀποτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπόθριξ < (ελληνιστική κοινή) ἀπό- + -θριξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπόθριξ αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία