Δείτε επίσης: αμεταδοσία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμεταδοσί αἱ ἀμεταδοσίαι
      γενική τῆς ἀμεταδοσίᾱς τῶν ἀμεταδοσιῶν
      δοτική τῇ ἀμεταδοσί ταῖς ἀμεταδοσίαις
    αιτιατική τὴν ἀμεταδοσίᾱν τὰς ἀμεταδοσίᾱς
     κλητική ! ἀμεταδοσί ἀμεταδοσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμεταδοσί
γεν-δοτ τοῖν  ἀμεταδοσίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμεταδοσία < αρχαία ελληνική μεταδίδωμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀμεταδοσία θηλυκό