αμεταδοσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμεταδοσία < ελληνιστική κοινή ἀμεταδοσία < αρχαία ελληνική μεταδίδωμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμεταδοσία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμεταδοσία
Δείτε επίσης : ἀμεταδοσία |
αμεταδοσία θηλυκό