ἀμμωνιακόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀμμωνιακόν | τὰ | ἀμμωνιακᾰ́ | ||||
γενική | τοῦ | ἀμμωνιακοῦ | τῶν | ἀμμωνιακῶν | ||||
δοτική | τῷ | ἀμμωνιακῷ | τοῖς | ἀμμωνιακοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀμμωνιακόν | τὰ | ἀμμωνιακᾰ́ | ||||
κλητική ὦ! | ἀμμωνιακόν | ἀμμωνιακᾰ́ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμμωνιακώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμμωνιακοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμμωνιακόν < ἀμμωνιακός < Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακά jmn
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀμμωνιακόν ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή εννοείται ἅλας) το χλωριούχο αμμώνιο, χρήσιμο στη φαρμακευτική
Πηγές
επεξεργασία- Ἀμμωνιακός, ἀμμωνιακόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.