Ἄμμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἄμμων | ||
γενική | τοῦ | Ἄμμωνος | ||
δοτική | τῷ | Ἄμμωνῐ | ||
αιτιατική | τὸν | Ἄμμωνᾰ | ||
κλητική ὦ! | Ἄμμων | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἄμμων < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἌμμων, -ωνος αρσενικό
- (θεωνύμιο) ο αιγύπτιος θεός Άμμων
- Άλλες μορφές Ἀμμοῦν
- βασιλιάς της Λιβύης
- ποταμός της Χαλκιδικής
- (θηλυκό) πρωτεύουσα της αφρικανικής χώρας Αμμωνίας (στη Λιβύη)
Συγγενικά
επεξεργασία- νέα ελληνική: → δείτε τις λέξεις αμμωνία, βιταμίνη και αμίνη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἄμμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἄμμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.