vitamin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- vitamin < λατινική vita + αγγλικά amine (<ammonia < λατινικά ammoniacus < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακά jmn)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɪt.ə.mɪn/ (UK)
- ΔΦΑ : /ˈvaɪt.ə.mɪn/ (US)
- ΔΦΑ : /ˈvaɪt.ə.mən/ (Australia)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvitamin (en)
Σημειώσεις
επεξεργασία- λέξη που προτάθηκε από τον Πολωνό βιοχημικό Καζίμιεζ Φουνκ (Kazimierz Funk) το 1912