Δείτε επίσης: Αλεξάνδρα, ἀλέξανδρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ᾰλεξᾰνδρ-
ονομαστική Ἀλεξάνδρ αἱ Ἀλεξάνδραι
      γενική τῆς Ἀλεξάνδρᾱς τῶν Ἀλεξανδρῶν
      δοτική τῇ Ἀλεξάνδρ ταῖς Ἀλεξάνδραις
    αιτιατική τὴν Ἀλεξάνδρᾱν τὰς Ἀλεξάνδρᾱς
     κλητική ! Ἀλεξάνδρ Ἀλεξάνδραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀλεξάνδρ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀλεξάνδραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀλεξάνδρα < Ἀλεξάνδρ(ος) + κατάληξη θηλυκού . Ήδη μυκηναϊκή 𐀀𐀩𐀏𐀭𐀅𐀨 (a-re-ka-sa-da-ra).
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: Αλεξάντρα (κληρονομημένη η προφορά [nd]). Δείτε και Λωξάντρα. Συγκρίνετε με το Αλεξάνδρα).
ΔΦΑ : /a.lek.sán.draː/ (5ος αιώνας πκε αττική διάλεκτος)
ΔΦΑ : /a.lekˈsan.dra/ (1ος αιώνας κε ελληνιστική κοινή Αλεξάνδρειας)
ΔΦΑ : /a.lekˈsan.dra/ (4ος αιώνας κε ελληνιστική κοινή)

Επίσης δείτε τη μεσαιωνική Ἀλεξάνδρα

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀλεξάνδρα θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 δείτε τη λέξη Ἀλέξανδρος