→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδιατρεψία < ἀδιάτρεπτος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀδιατρεψία, -ας θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία