→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδιάτρεπτος τὸ ἀδιάτρεπτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδιατρέπτου τοῦ ἀδιατρέπτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδιατρέπτ τῷ ἀδιατρέπτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδιάτρεπτον τὸ ἀδιάτρεπτον
     κλητική ! ἀδιάτρεπτε ἀδιάτρεπτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδιάτρεπτοι τὰ ἀδιάτρεπτ
      γενική τῶν ἀδιατρέπτων τῶν ἀδιατρέπτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδιατρέπτοις τοῖς ἀδιατρέπτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδιατρέπτους τὰ ἀδιάτρεπτ
     κλητική ! ἀδιάτρεπτοι ἀδιάτρεπτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδιατρέπτω τὼ ἀδιατρέπτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδιατρέπτοιν τοῖν ἀδιατρέπτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδιάτρεπτος < ἀ- στερητικό + διατρέπω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀδιάτρεπτος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) ακίνητος, αμετακίνητος, αμετάβλητος
  2. (ελληνιστική κοινή) (για πρόσωπα) ισχυρογνώμων

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία