διατρέπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιατρέπω
- μεταστρέφω
- αποτρέπω, μετατρέπω
- διαστρέφω, διαστρεβλώνω
- ανατρέπω, απομακρύνω
- φοβάμαι, τρομάζω, είμαι κατάπληκτος
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Επίκτητος, Επικτήτειον Γνωμολογικόν [Gnomologium Epicteteum (e Stobaei libris 3-4)], Section 65 @scaife.perseus
- Ὥσπερ πλῆθος ἀκρίτως αἰτοῦν τί σε τῶν ἰδίων οὐ δυσωπεῖ, οὕτω μηδὲ ὄχλον ἀδίκως σε δυσωποῦντα διατραπῇς.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Επίκτητος, Επικτήτειον Γνωμολογικόν [Gnomologium Epicteteum (e Stobaei libris 3-4)], Section 65 @scaife.perseus
- αποστρέφω το πρόσωπό μου, αποφεύγω
- (στην παθητική φωνή) αποτρέπομαι από το σκοπό μου, μεταπείθομαι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατ’ Ἀριστογείτονος α′, 95 @scaife.perseus
- ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθʼ ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη, ταχύ γʼ ἂν φροντίσειέ τι τοῦ παρʼ ἑνὸς λόγου.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατ’ Ἀριστογείτονος α′, 95 @scaife.perseus
- (στην παθητική φωνή) είμαι μπερδεμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη τρέπω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διατρέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διατρέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.