Ετυμολογία

επεξεργασία
διατρέπω < διά + τρέπω

διατρέπω

  1. μεταστρέφω
  2. αποτρέπω, μετατρέπω
  3. διαστρέφω, διαστρεβλώνω
  4. ανατρέπω, απομακρύνω
  5. φοβάμαι, τρομάζω, είμαι κατάπληκτος
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Επίκτητος, Επικτήτειον Γνωμολογικόν [Gnomologium Epicteteum (e Stobaei libris 3-4)], Section 65 @scaife.perseus
    Ὥσπερ πλῆθος ἀκρίτως αἰτοῦν τί σε τῶν ἰδίων οὐ δυσωπεῖ, οὕτω μηδὲ ὄχλον ἀδίκως σε δυσωποῦντα διατραπῇς.
  6. αποστρέφω το πρόσωπό μου, αποφεύγω
  7. (στην παθητική φωνή) αποτρέπομαι από το σκοπό μου, μεταπείθομαι
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατ’ Ἀριστογείτονος α′, 95 @scaife.perseus
    ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθʼ ὑπεῖξε μηδὲ διετράπη, ταχύ γʼ ἂν φροντίσειέ τι τοῦ παρʼ ἑνὸς λόγου.
  8. (στην παθητική φωνή) είμαι μπερδεμένος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη τρέπω