↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπερδεμένος η μπερδεμένη το μπερδεμένο
      γενική του μπερδεμένου της μπερδεμένης του μπερδεμένου
    αιτιατική τον μπερδεμένο την μπερδεμένη το μπερδεμένο
     κλητική μπερδεμένε μπερδεμένη μπερδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπερδεμένοι οι μπερδεμένες τα μπερδεμένα
      γενική των μπερδεμένων των μπερδεμένων των μπερδεμένων
    αιτιατική τους μπερδεμένους τις μπερδεμένες τα μπερδεμένα
     κλητική μπερδεμένοι μπερδεμένες μπερδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπερδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπερδεύω

μπερδεμένος, -η, -ο

  1. που έχει μπερδευτεί, μπλεγμένος
    ⮡  το σχοινί ήταν μπερδεμένο
  2. ο περίπλοκος
    ⮡  το πρόβλημα είναι πολύ μπερδεμένο
  3. που προκαλεί προβληματισμό ή υποψίες
    ※  Ένα μπερδεμένο κουβάρι ήταν όλα στο μυαλό της. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
  4. που βρίσκεται σε σύγχυση
    ⮡  δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα και ήταν μπερδεμένος
  5. που έχει εμπλακεί σε μια ύποπτη υπόθεση
    ⮡  είναι κι αυτός μπερδεμένος σε αυτή την ιστορία με την αρχαιοκαπηλία;

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία