μπερδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπερδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπερδεύω
Μετοχή
επεξεργασίαμπερδεμένος, -η, -ο
- που έχει μπερδευτεί, μπλεγμένος
- ⮡ το σχοινί ήταν μπερδεμένο
- ο περίπλοκος
- ⮡ το πρόβλημα είναι πολύ μπερδεμένο
- που προκαλεί προβληματισμό ή υποψίες
- ※ Ένα μπερδεμένο κουβάρι ήταν όλα στο μυαλό της. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- που βρίσκεται σε σύγχυση
- ⮡ δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα και ήταν μπερδεμένος
- που έχει εμπλακεί σε μια ύποπτη υπόθεση
- ⮡ είναι κι αυτός μπερδεμένος σε αυτή την ιστορία με την αρχαιοκαπηλία;
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σε σύγχυση