confused
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | confused |
συγκριτικός | more confused |
υπερθετικός | most confused |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kənˈfjuːzd/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαconfused (en)
- μπερδεμένος, μπερδεύομαι, σαστίζω, ανίκανος να σκεφτεί καθαρά ή να καταλάβει τι συμβαίνει ή τι λέει κάποιον
- ⮡ Lately I have been very confused.
- Τελευταία είμαι πολύ μπερδεμένος.
- ⮡ He couldn’t solve the problem and was confused.
- Δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα και ήταν μπερδεμένος.
- ⮡ She was confused and didn’t know what to say.
- Μπερδεύτηκε και δεν ήξερε τι να πει.
- ⮡ The witness was confused when the judge asked him about…
- Ο μάρτυρας μπερδεύτηκε όταν ο δικαστής τον ρώτησε για…
- ⮡ I was so confused that…
- Είχα σαστίσει τόσο που…
- ⮡ He was confused and didn’t know what to say.
- Σάστισε και δεν ήξερε τι έλεγε.
- ≈ συνώνυμα: dazed, perplexed και puzzled
- ⮡ Lately I have been very confused.
- μπερδεμένος, δεν είναι ξεκάθαρο ή εύκολο να γίνει κατανοητό
- ⮡ confused thoughts/opinions - μπερδεμένες σκέψεις/απόψεις
- ⮡ confused feelings - μπερδεμένα συναισθήματα
- ⮡ You have got it all confused.
- Τα έχεις μπερδέψει όλα.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη confuse
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαconfused (en)