παραθετικά
θετικός confused
συγκριτικός more confused
υπερθετικός most confused

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kənˈfjuːzd/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

confused (en)

  1. μπερδεμένος, μπερδεύομαι, σαστίζω, ανίκανος να σκεφτεί καθαρά ή να καταλάβει τι συμβαίνει ή τι λέει κάποιον
    ⮡  Lately I have been very confused.
    Τελευταία είμαι πολύ μπερδεμένος.
    ⮡  He couldn’t solve the problem and was confused.
    Δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα και ήταν μπερδεμένος.
    ⮡  She was confused and didn’t know what to say.
    Μπερδεύτηκε και δεν ήξερε τι να πει.
    ⮡  The witness was confused when the judge asked him about…
    Ο μάρτυρας μπερδεύτηκε όταν ο δικαστής τον ρώτησε για…
    ⮡  I was so confused that…
    Είχα σαστίσει τόσο που…
    ⮡  He was confused and didn’t know what to say.
    Σάστισε και δεν ήξερε τι έλεγε.
     συνώνυμα:  dazed, perplexed και puzzled
  2. μπερδεμένος, δεν είναι ξεκάθαρο ή εύκολο να γίνει κατανοητό
    ⮡  confused thoughts/opinions - μπερδεμένες σκέψεις/απόψεις
    ⮡  confused feelings - μπερδεμένα συναισθήματα
    ⮡  You have got it all confused.
    Τα έχεις μπερδέψει όλα.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη confuse

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

confused (en)