Ετυμολογία

επεξεργασία
σαστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sastim < sasmak

σαστίζω, πρτ.: σάστιζα, στ.μέλλ.: θα σαστίσω, αόρ.: σάστισα, μτχ.π.π.: σαστισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία