Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαστίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική sastim < sasmak

  Ρήμα επεξεργασία

σαστίζω, πρτ.: σάστιζα, στ.μέλλ.: θα σαστίσω, αόρ.: σάστισα, μτχ.π.π.: σαστισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία