εκπλήσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεκπλήσσομαι < παθητική φωνή του εκπλήσσω < ἐκπλήττω
Ρήμα
επεξεργασίαεκπλήσσομαι
- νιώθω έκπληξη επειδή δεν περίμενα ένα γεγονός, αιφνιδιάζομαι (συχνά αλλά όχι πάντα δυσάρεστα), βρίσκομαι απροετοίμαστος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπλήσσομαι | εκπλησσόμουν(α) | θα εκπλήσσομαι | να εκπλήσσομαι | ||
β' ενικ. | εκπλήσσεσαι | εκπλησσόσουν(α) | θα εκπλήσσεσαι | να εκπλήσσεσαι | (εκπλήσσου) | |
γ' ενικ. | εκπλήσσεται | εκπλησσόταν(ε) | θα εκπλήσσεται | να εκπλήσσεται | ||
α' πληθ. | εκπλησσόμαστε | εκπλησσόμαστε εκπλησσόμασταν |
θα εκπλησσόμαστε | να εκπλησσόμαστε | ||
β' πληθ. | εκπλήσσεστε | εκπλησσόσαστε εκπλησσόσασταν |
θα εκπλήσσεστε | να εκπλήσσεστε | (εκπλήσσεστε) | |
γ' πληθ. | εκπλήσσονται | εκπλήσσονταν εκπλησσόντουσαν |
θα εκπλήσσονται | να εκπλήσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπλάγηκα | θα εκπλαγώ | να εκπλαγώ | εκπλαγεί | ||
β' ενικ. | εκπλάγηκες | θα εκπλαγείς | να εκπλαγείς | |||
γ' ενικ. | εκπλάγηκε | θα εκπλαγεί | να εκπλαγεί | |||
α' πληθ. | εκπλαγήκαμε | θα εκπλαγούμε | να εκπλαγούμε | |||
β' πληθ. | εκπλαγήκατε | θα εκπλαγείτε | να εκπλαγείτε | εκπλαγείτε | ||
γ' πληθ. | εκπλάγηκαν εκπλαγήκαν(ε) |
θα εκπλαγούν(ε) | να εκπλαγούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκπλαγεί | είχα εκπλαγεί | θα έχω εκπλαγεί | να έχω εκπλαγεί | εκπλαμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκπλαγεί | είχες εκπλαγεί | θα έχεις εκπλαγεί | να έχεις εκπλαγεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκπλαγεί | είχε εκπλαγεί | θα έχει εκπλαγεί | να έχει εκπλαγεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπλαγεί | είχαμε εκπλαγεί | θα έχουμε εκπλαγεί | να έχουμε εκπλαγεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκπλαγεί | είχατε εκπλαγεί | θα έχετε εκπλαγεί | να έχετε εκπλαγεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπλαγεί | είχαν εκπλαγεί | θα έχουν εκπλαγεί | να έχουν εκπλαγεί |