surprised
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | surprised |
συγκριτικός | more surprised |
υπερθετικός | most surprised |
surprised (en)
- έκπληκτος, κατάπληκτος, ξαφνιάζομαι
- ↪ He looked at me surprised.
- Με κοίταξε έκπληκτος/κατάπληκτος.
- ↪ I was surprised that she got the job, but I’m cool with it.
- Ξαφνιάστηκα που πήρε τη θέση, αλλά δε με νοιάζει κιόλας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonished
- ↪ He looked at me surprised.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαsurprised (en)