αιφνιδιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιφνιδιάζομαι < παθητική φωνή του αιφνιδιάζω
Ρήμα
επεξεργασίααιφνιδιάζομαι
- εκπλήσσομαι δυσάρεστα επειδή συνέβη κάτι αιφνίδιο, βρίσκομαι απροετοίμαστος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αιφνιδιάζομαι | αιφνιδιαζόμουν(α) | θα αιφνιδιάζομαι | να αιφνιδιάζομαι | ||
β' ενικ. | αιφνιδιάζεσαι | αιφνιδιαζόσουν(α) | θα αιφνιδιάζεσαι | να αιφνιδιάζεσαι | (αιφνιδιάζου) | |
γ' ενικ. | αιφνιδιάζεται | αιφνιδιαζόταν(ε) | θα αιφνιδιάζεται | να αιφνιδιάζεται | ||
α' πληθ. | αιφνιδιαζόμαστε | αιφνιδιαζόμαστε αιφνιδιαζόμασταν |
θα αιφνιδιαζόμαστε | να αιφνιδιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | αιφνιδιάζεστε | αιφνιδιαζόσαστε αιφνιδιαζόσασταν |
θα αιφνιδιάζεστε | να αιφνιδιάζεστε | (αιφνιδιάζεστε) | |
γ' πληθ. | αιφνιδιάζονται | αιφνιδιάζονταν αιφνιδιαζόντουσαν |
θα αιφνιδιάζονται | να αιφνιδιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αιφνιδιάστηκα | θα αιφνιδιαστώ | να αιφνιδιαστώ | αιφνιδιαστεί | ||
β' ενικ. | αιφνιδιάστηκες | θα αιφνιδιαστείς | να αιφνιδιαστείς | αιφνιδιάσου | ||
γ' ενικ. | αιφνιδιάστηκε | θα αιφνιδιαστεί | να αιφνιδιαστεί | |||
α' πληθ. | αιφνιδιαστήκαμε | θα αιφνιδιαστούμε | να αιφνιδιαστούμε | |||
β' πληθ. | αιφνιδιαστήκατε | θα αιφνιδιαστείτε | να αιφνιδιαστείτε | αιφνιδιαστείτε | ||
γ' πληθ. | αιφνιδιάστηκαν αιφνιδιαστήκαν(ε) |
θα αιφνιδιαστούν(ε) | να αιφνιδιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αιφνιδιαστεί | είχα αιφνιδιαστεί | θα έχω αιφνιδιαστεί | να έχω αιφνιδιαστεί | αιφνιδιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις αιφνιδιαστεί | είχες αιφνιδιαστεί | θα έχεις αιφνιδιαστεί | να έχεις αιφνιδιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αιφνιδιαστεί | είχε αιφνιδιαστεί | θα έχει αιφνιδιαστεί | να έχει αιφνιδιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αιφνιδιαστεί | είχαμε αιφνιδιαστεί | θα έχουμε αιφνιδιαστεί | να έχουμε αιφνιδιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αιφνιδιαστεί | είχατε αιφνιδιαστεί | θα έχετε αιφνιδιαστεί | να έχετε αιφνιδιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αιφνιδιαστεί | είχαν αιφνιδιαστεί | θα έχουν αιφνιδιαστεί | να έχουν αιφνιδιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αιφνιδιασμένος - είμαστε, είστε, είναι αιφνιδιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αιφνιδιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αιφνιδιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αιφνιδιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αιφνιδιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αιφνιδιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αιφνιδιασμένοι |