ἐκπλήττομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕνεστώτας | (ἐκπλήττομαι) |
---|---|
Παρατατικός | - |
Μέλλοντας | - |
Αόριστος | ἐξεπλάγην, ἐξεπλήγην, ἐξεπλήχθην ἔκπληγον |
Παρακείμενος | (ἐκπέπληγμαι) ἐκπεπληγμένος μτχ |
Ετυμολογία
επεξεργασίαἐκπλήττομαι< ἐκπλήττω < ἐκ + πλήττω
Ρήμα
επεξεργασίαἐκπλήττομαι και ἐκπλήσσομαι
- σοκάρομαι, καταπλήσσομαι με τη δυσάρεστη συνήθως έννοια, εκπλήσσομαι δυσάρεστα, τρομοκρατούμαι, κόβομαι απότομα, σταματώ από φόβο, πλήττομαι από κάτι ισχυρά. Το ρήμα συνηθιζόταν κυρίως στον αόριστο
- χαρᾷ δὲ μὴ 'κπλαγῇς φρένας (μην αφήσεις τη χαρά να πλήξει τη λογική σου)
- ἐκπληχθεῖσ᾽ ἦλθον φρίκᾳ (τρομοκρατημένη)
- κἀκπεπληγμένη κέντροις ἔρωτος, ἀπόλλυται (πεθαίνει χτυπημένη καίρια από το κεντρί του έρωτα)
- καὶ μὴν ποήσω γ᾽ οὐδὲν ἐκπλαγεῖσά σε (θα το κάνω και δεν με τρομοκρατείς καθόλου με όσα είπες)
- σιγῶ... δύστηνος ἐκπεπληγμένη κακοῖς (σωπαίνω... η δύστυχη από το χτύπημα της καταστροφής)
- σπανίως, είχε την έννοια του θαμπώνομαι, εκπλήσσομαι ή εντυπωσιάζομαι
- ἐκπλαγέντα τὰ προκείμενα ἀγαθά (έπληκτος με τα αγαθά των Περσών απλωμένα μπροστά του)
Συγγενικά
επεξεργασία- ἡ ἒκπληξις, της ἐκπλήξεως (ο τρόμος, ο πανικός)
- ἐκπλήσσω
- ἐκπλήττω
- ἐκπλήγνυμι (στο Θουκυδίδη)
- ἐκπεπληγμένως (επίρρημα)
- ἐκπληκτικῶς (φοβερώς)
- ἐκπληκτικός (εκείνος που προξενεί φόβο)
- ὁ, ἡ ἔκπληκτος, το ἔκπληκτον