Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρομοκρατώ < τρομοκράτης +

  Ρήμα επεξεργασία

τρομοκρατώ (παθητική φωνή: τρομοκρατούμαι)

  1. είμαι τρομοκράτης και φέρομαι με ανάλογο τρόπο
  2. προκαλώ τρόμο, φόβο, ανησυχία κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία