τρομοκρατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρομοκρατώ < τρομοκράτης + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίατρομοκρατώ (παθητική φωνή: τρομοκρατούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τρομοκράτης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τρομοκρατώ | τρομοκρατούσα | θα τρομοκρατώ | να τρομοκρατώ | τρομοκρατώντας | |
β' ενικ. | τρομοκρατείς | τρομοκρατούσες | θα τρομοκρατείς | να τρομοκρατείς | (τρομοκράτει) | |
γ' ενικ. | τρομοκρατεί | τρομοκρατούσε | θα τρομοκρατεί | να τρομοκρατεί | ||
α' πληθ. | τρομοκρατούμε | τρομοκρατούσαμε | θα τρομοκρατούμε | να τρομοκρατούμε | ||
β' πληθ. | τρομοκρατείτε | τρομοκρατούσατε | θα τρομοκρατείτε | να τρομοκρατείτε | τρομοκρατείτε | |
γ' πληθ. | τρομοκρατούν(ε) | τρομοκρατούσαν(ε) | θα τρομοκρατούν(ε) | να τρομοκρατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τρομοκράτησα | θα τρομοκρατήσω | να τρομοκρατήσω | τρομοκρατήσει | ||
β' ενικ. | τρομοκράτησες | θα τρομοκρατήσεις | να τρομοκρατήσεις | τρομοκράτησε | ||
γ' ενικ. | τρομοκράτησε | θα τρομοκρατήσει | να τρομοκρατήσει | |||
α' πληθ. | τρομοκρατήσαμε | θα τρομοκρατήσουμε | να τρομοκρατήσουμε | |||
β' πληθ. | τρομοκρατήσατε | θα τρομοκρατήσετε | να τρομοκρατήσετε | τρομοκρατήστε | ||
γ' πληθ. | τρομοκράτησαν τρομοκρατήσαν(ε) |
θα τρομοκρατήσουν(ε) | να τρομοκρατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τρομοκρατήσει | είχα τρομοκρατήσει | θα έχω τρομοκρατήσει | να έχω τρομοκρατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τρομοκρατήσει | είχες τρομοκρατήσει | θα έχεις τρομοκρατήσει | να έχεις τρομοκρατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τρομοκρατήσει | είχε τρομοκρατήσει | θα έχει τρομοκρατήσει | να έχει τρομοκρατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τρομοκρατήσει | είχαμε τρομοκρατήσει | θα έχουμε τρομοκρατήσει | να έχουμε τρομοκρατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τρομοκρατήσει | είχατε τρομοκρατήσει | θα έχετε τρομοκρατήσει | να έχετε τρομοκρατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τρομοκρατήσει | είχαν τρομοκρατήσει | θα έχουν τρομοκρατήσει | να έχουν τρομοκρατήσει |
|