↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρομοκράτης οι τρομοκράτες
      γενική του τρομοκράτη των τρομοκρατών
    αιτιατική τον τρομοκράτη τους τρομοκράτες
     κλητική τρομοκράτη τρομοκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρομοκράτης < τρόμος + -ο- + -κράτης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική terroriste)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾo.moˈkɾa.tis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρομοκράτης αρσενικό (θηλυκό: τρομοκράτισσα)

  1. άτομο (συχνά μέλος τρομοκρατικής ομάδας) που για διάφορους λόγους τρομοκρατεί ή / και τραυματίζει / σκοτώνει ανθρώπους
  2. άτομο που φέρεται με βιαιότητα, σκληρότητα και απειλεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία