τρομοκράτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρομοκράτισσα < τρομοκράτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρομοκράτισσα θηλυκό
- θηλυκό του τρομοκράτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρομοκράτισσα
τρομοκράτισσα θηλυκό