terrorist
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
terrorist | terrorists |
Ουσιαστικό επεξεργασία
terrorist (en)
- ο τρομοκράτης, τρομοκρατικός
- ↪ A journalist was arrested by a terrorist organization.
- Δημοσιογράφος συνελήφθη από τρομοκρατική οργάνωση.
- ↪ A journalist was arrested by a terrorist organization.