Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρομοκρατημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τρομοκρατημέν
ος
η
τρομοκρατημέν
η
το
τρομοκρατημέν
ο
γενική
του
τρομοκρατημέν
ου
της
τρομοκρατημέν
ης
του
τρομοκρατημέν
ου
αιτιατική
τον
τρομοκρατημέν
ο
την
τρομοκρατημέν
η
το
τρομοκρατημέν
ο
κλητική
τρομοκρατημέν
ε
τρομοκρατημέν
η
τρομοκρατημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τρομοκρατημέν
οι
οι
τρομοκρατημέν
ες
τα
τρομοκρατημέν
α
γενική
των
τρομοκρατημέν
ων
των
τρομοκρατημέν
ων
των
τρομοκρατημέν
ων
αιτιατική
τους
τρομοκρατημέν
ους
τις
τρομοκρατημέν
ες
τα
τρομοκρατημέν
α
κλητική
τρομοκρατημέν
οι
τρομοκρατημέν
ες
τρομοκρατημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
τρομοκρατημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
τρομοκρατώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρομοκρατημένος