Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρομοκρατημένος η τρομοκρατημένη το τρομοκρατημένο
      γενική του τρομοκρατημένου της τρομοκρατημένης του τρομοκρατημένου
    αιτιατική τον τρομοκρατημένο την τρομοκρατημένη το τρομοκρατημένο
     κλητική τρομοκρατημένε τρομοκρατημένη τρομοκρατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρομοκρατημένοι οι τρομοκρατημένες τα τρομοκρατημένα
      γενική των τρομοκρατημένων των τρομοκρατημένων των τρομοκρατημένων
    αιτιατική τους τρομοκρατημένους τις τρομοκρατημένες τα τρομοκρατημένα
     κλητική τρομοκρατημένοι τρομοκρατημένες τρομοκρατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

τρομοκρατημένος, -η, -ο






  Μεταφράσεις επεξεργασία