Ετυμολογία

επεξεργασία

τρομοκρατούμαι, παθητική φωνή του τρομοκρατώ

τρομοκρατούμαι, στ.μέλλ.: θα τρομοκρατηθώ, αόρ.: τρομοκρατήθηκα, μτχ.π.π.: τρομοκρατημένος

  1. φοβάμαι πολύ από τις ενέργειες κάποιου, διακατέχομαι από τρόμο
  2. πτοούμαι εξαιτίας του τρόμου που νιώθω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία