compliqué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | compliqué | compliqués |
θηλυκό | compliquée | compliquées |
Επίθετο
επεξεργασίαcompliqué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | compliqué | compliqués |
θηλυκό | compliquée | compliquées |
compliqué (fr)