περίπλοκος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περίπλοκος < ελληνιστική κοινή περίπλοκος < αρχαία ελληνική περιπλέκω < περί + πλέκω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
περίπλοκος -η -ο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
περίπλοκος