Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περίπλοκος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περίπλοκ
ος
η
περίπλοκ
η
το
περίπλοκ
ο
γενική
του
περίπλοκ
ου
της
περίπλοκ
ης
του
περίπλοκ
ου
αιτιατική
τον
περίπλοκ
ο
την
περίπλοκ
η
το
περίπλοκ
ο
κλητική
περίπλοκ
ε
περίπλοκ
η
περίπλοκ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περίπλοκ
οι
οι
περίπλοκ
ες
τα
περίπλοκ
α
γενική
των
περίπλοκ
ων
των
περίπλοκ
ων
των
περίπλοκ
ων
αιτιατική
τους
περίπλοκ
ους
τις
περίπλοκ
ες
τα
περίπλοκ
α
κλητική
περίπλοκ
οι
περίπλοκ
ες
περίπλοκ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
περίπλοκος
<
(
ελληνιστική κοινή
)
περίπλοκος
<
αρχαία ελληνική
περιπλέκω
<
περί
+
πλέκω
Επίθετο
επεξεργασία
περίπλοκος
-η -ο
που είναι
σύνθετος
κι όχι
απλός
Συνώνυμα
επεξεργασία
δύσκολος
σύνθετος
πολύπλοκος
μπερδεμένος
στρυφνός
περίτεχνος
δυσνόητος
δυσχερής
Αντώνυμα
επεξεργασία
απλός
εύκολος
λιτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περίπλοκος
αγγλικά
:
complicated
(en)
,
complex
(en)
γαλλικά
:
compliqué
(fr)
,
complexe
(fr)
πολωνικά
:
skomplikowany
(pl)