στρυφνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στρυφνός | η | στρυφνή | το | στρυφνό |
γενική | του | στρυφνού | της | στρυφνής | του | στρυφνού |
αιτιατική | τον | στρυφνό | τη | στρυφνή | το | στρυφνό |
κλητική | στρυφνέ | στρυφνή | στρυφνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στρυφνοί | οι | στρυφνές | τα | στρυφνά |
γενική | των | στρυφνών | των | στρυφνών | των | στρυφνών |
αιτιατική | τους | στρυφνούς | τις | στρυφνές | τα | στρυφνά |
κλητική | στρυφνοί | στρυφνές | στρυφνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρυφνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρυφνός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾifˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρυ‐φνός
Επίθετο
επεξεργασίαστρυφνός, -ή, -ό
- ιδιότροπος, κακότροπος
- ⮡ στρυφνός χαρακτήρας
- ≠ αντώνυμα: καλότροπος, μειλίχιος
- (μεταφορικά) περίπλοκος, δυσνόητος
Συγγενικά
επεξεργασία- στρυφνάδα
- στρυφνούτσικια
- στρυφνούτσικα
- στρύφνα
- στρυφνότητα
- στρυφνά
- στρυφνούτσικος
- στρυφνοσκάλιστος
- στρυφνώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρυφνός
→ δείτε τις λέξεις ιδιότροπος και περίπλοκος |
Πηγές
επεξεργασία- στρυφνός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρυφνός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρυφνός < (τεχνικός όρος), (εκφραστικό) → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαστρυφνός, -ή, -όν, συγκριτικός :στρυφνότερος, υπερθετικός : στρυφνότατος
- (για γεύση) στυφός, δριμύς, οξύς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.117, @scaife.perseus
- ταῦτα ἐν οἴνῳ στρυφνῷ πιπίσκειν, καὶ ῥοιῆς χυλὸν, καὶ ξυμμίσγειν τυρὸν αἴγειον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐντὸς παθῶν, (De affectionibus interioribus), 22, p.222, @scaife.perseus
- οἶνον δὲ πινέτω μέλανα, στρυφνὸν, ὀλίγον· πινέτω δὲ φάρμακον δὶς τῆς ἡμέρης, ἕως ἂν λαπαρὸς γένηται.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 56 60e @scaife.perseus, @el.wikisource
- ἐγὼ γὰρ εἰ τῶν ὑμετέρων φάγοιμί τι,
μύκητας ὠμοὺς ἂν φαγεῖν ἐμοὶ δοκῶ
καὶ στρυφνὰ μῆλα κεἴ τι πνίγει βρῶμά τι.
- ἐγὼ γὰρ εἰ τῶν ὑμετέρων φάγοιμί τι,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.117, @scaife.perseus
- (μεταφορικά) (για ανθρώπους) δύστροπος, τραχύς, αυστηρός, αψύς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 877
- ὦναξ, […] παῦσόν τ᾽ αὐτοῦ τοῦτο τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρίνινον ἦθος
- βάλε, αφέντη μας, τέρμα σ᾽ αυτή τη στρυφνή, τη σκληρή πουρναρίσια του γνώμη·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὦναξ, […] παῦσόν τ᾽ αὐτοῦ τοῦτο τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρίνινον ἦθος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1157b
- οὐ φαίνονται δ᾽ οὔθ᾽ οἱ πρεσβῦται οὔθ᾽ οἱ στρυφνοὶ φιλικοὶ εἶναι· βραχὺ γὰρ ἐν αὐτοῖς τὸ τῆς ἡδονῆς, οὐδεὶς δὲ δύναται συνημερεύειν τῷ λυπηρῷ οὐδὲ τῷ μὴ ἡδεῖ·
- Δεν φαίνεται, επίσης, να συνάπτουν εύκολα φιλίες ούτε οι ηλικιωμένοι ούτε οι στρυφνοί άνθρωποι· ο λόγος είναι ότι μέσα στους ανθρώπους αυτούς υπάρχει γενικά λίγη μόνο ευχαρίστηση, και φυσικά κανείς δεν μπορεί να περνάει τις μέρες του μαζί με έναν δυσάρεστο ή έναν όχι ευχάριστο άνθρωπο·
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- οὐ φαίνονται δ᾽ οὔθ᾽ οἱ πρεσβῦται οὔθ᾽ οἱ στρυφνοὶ φιλικοὶ εἶναι· βραχὺ γὰρ ἐν αὐτοῖς τὸ τῆς ἡδονῆς, οὐδεὶς δὲ δύναται συνημερεύειν τῷ λυπηρῷ οὐδὲ τῷ μὴ ἡδεῖ·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1158a
- Ἐν δὲ τοῖς στρυφνοῖς καὶ πρεσβυτικοῖς ἧττον γίνεται ἡ φιλία, ὅσῳ δυσκολώτεροί εἰσι καὶ ἧττον ταῖς ὁμιλίαις χαίρουσιν· ταῦτα γὰρ δοκεῖ μάλιστ᾽ εἶναι φιλικὰ καὶ ποιητικὰ φιλίας. διὸ νέοι μὲν γίνονται φίλοι ταχύ, πρεσβῦται δ᾽ οὔ·
- Μεταξύ των στρυφνών και των ηλικιωμένων ανθρώπων η φιλία γεννιέται λιγότερο συχνά, αφού οι άνθρωποι αυτοί είναι πιο δύστροποι και χαίρονται λιγότερο τη συντροφιά των άλλων — αυτά δεν θεωρούν οι άνθρωποι πως είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της φιλίας και αυτά που κατά κύριο λόγο γεννούν τη φιλία; Αυτός είναι ο λόγος που, ενώ οι νέοι άνθρωποι γίνονται γρήγορα φίλοι, οι ηλικιωμένοι όχι·
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- Ἐν δὲ τοῖς στρυφνοῖς καὶ πρεσβυτικοῖς ἧττον γίνεται ἡ φιλία, ὅσῳ δυσκολώτεροί εἰσι καὶ ἧττον ταῖς ὁμιλίαις χαίρουσιν· ταῦτα γὰρ δοκεῖ μάλιστ᾽ εἶναι φιλικὰ καὶ ποιητικὰ φιλίας. διὸ νέοι μὲν γίνονται φίλοι ταχύ, πρεσβῦται δ᾽ οὔ·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 877
- σκληρός, στερεός, άκαμπτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἱερῆς νούσου [ιεράς νόσου], (De morbo sacro), 10, p.380, @scaife.perseus
- αἱ γὰρ φλέβες μεσταί εἰσιν αἵματος, καὶ ὁ ἐγκέφαλος συνέστηκε καὶ ἐστὶ στρυφνὸς, ὥστε οὐκ ἐπικαταῤῥέει ἐπὶ τὰς φλέβας·
- ≈ συνώνυμα: στιβαρός, στιφρός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἱερῆς νούσου [ιεράς νόσου], (De morbo sacro), 10, p.380, @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στρυφνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρυφνός, στριφνός, στρίφνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.