Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρυφνός η στρυφνή το στρυφνό
      γενική του στρυφνού της στρυφνής του στρυφνού
    αιτιατική τον στρυφνό τη στρυφνή το στρυφνό
     κλητική στρυφνέ στρυφνή στρυφνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρυφνοί οι στρυφνές τα στρυφνά
      γενική των στρυφνών των στρυφνών των στρυφνών
    αιτιατική τους στρυφνούς τις στρυφνές τα στρυφνά
     κλητική στρυφνοί στρυφνές στρυφνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρυφνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρυφνός, αβέβαιης ετυμολογίας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾifˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρυ‐φνός

  Επίθετο επεξεργασία

στρυφνός, -ή, -ό

  1. ιδιότροπος, κακότροπος
    στρυφνός χαρακτήρας
     αντώνυμα: καλότροπος, μειλίχιος
  2. (μεταφορικά) περίπλοκος, δυσνόητος
    Είναι ένα πολύ στρυφνό κείμενο, που δεν καταλαβαίνει κανείς.
     αντώνυμα: σαφής

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική στρυφνός στρυφνή τὸ στρυφνόν
      γενική τοῦ στρυφνοῦ τῆς στρυφνῆς τοῦ στρυφνοῦ
      δοτική τῷ στρυφν τῇ στρυφν τῷ στρυφν
    αιτιατική τὸν στρυφνόν τὴν στρυφνήν τὸ στρυφνόν
     κλητική ! στρυφνέ στρυφνή στρυφνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στρυφνοί αἱ στρυφναί τὰ στρυφνᾰ́
      γενική τῶν στρυφνῶν τῶν στρυφνῶν τῶν στρυφνῶν
      δοτική τοῖς στρυφνοῖς ταῖς στρυφναῖς τοῖς στρυφνοῖς
    αιτιατική τοὺς στρυφνούς τὰς στρυφνᾱ́ς τὰ στρυφνᾰ́
     κλητική ! στρυφνοί στρυφναί στρυφνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στρυφνώ τὼ στρυφνᾱ́ τὼ στρυφνώ
      γεν-δοτ τοῖν στρυφνοῖν τοῖν στρυφναῖν τοῖν στρυφνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρυφνός < (τεχνικός όρος), (εκφραστικό) λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στρυφνός, -ή, -όν, συγκριτικός:στρυφνότερος, υπερθετικός: στρυφνότατος

  1. (για γεύση) στυφός, δριμύς, οξύς
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 2.117, @scaife.perseus
    ταῦτα ἐν οἴνῳ στρυφνῷ πιπίσκειν, καὶ ῥοιῆς χυλὸν, καὶ ξυμμίσγειν τυρὸν αἴγειον·
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐντὸς παθῶν, (De affectionibus interioribus), 22, p.222, @scaife.perseus
    οἶνον δὲ πινέτω μέλανα, στρυφνὸν, ὀλίγον· πινέτω δὲ φάρμακον δὶς τῆς ἡμέρης, ἕως ἂν λαπαρὸς γένηται.
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 56 60e @scaife.perseus, @el.wikisource
    ἐγὼ γὰρ εἰ τῶν ὑμετέρων φάγοιμί τι,
    μύκητας ὠμοὺς ἂν φαγεῖν ἐμοὶ δοκῶ
    καὶ στρυφνὰ μῆλα κεἴ τι πνίγει βρῶμά τι.
  2. (μεταφορικά) (για ανθρώπους) δύστροπος, τραχύς, αυστηρός, αψύς
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 877
    ὦναξ, […] παῦσόν τ᾽ αὐτοῦ τοῦτο τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρίνινον ἦθος
    βάλε, αφέντη μας, τέρμα σ᾽ αυτή τη στρυφνή, τη σκληρή πουρναρίσια του γνώμη·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1157b
    οὐ φαίνονται δ᾽ οὔθ᾽ οἱ πρεσβῦται οὔθ᾽ οἱ στρυφνοὶ φιλικοὶ εἶναι· βραχὺ γὰρ ἐν αὐτοῖς τὸ τῆς ἡδονῆς, οὐδεὶς δὲ δύναται συνημερεύειν τῷ λυπηρῷ οὐδὲ τῷ μὴ ἡδεῖ·
    Δεν φαίνεται, επίσης, να συνάπτουν εύκολα φιλίες ούτε οι ηλικιωμένοι ούτε οι στρυφνοί άνθρωποι· ο λόγος είναι ότι μέσα στους ανθρώπους αυτούς υπάρχει γενικά λίγη μόνο ευχαρίστηση, και φυσικά κανείς δεν μπορεί να περνάει τις μέρες του μαζί με έναν δυσάρεστο ή έναν όχι ευχάριστο άνθρωπο·
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1158a
    Ἐν δὲ τοῖς στρυφνοῖς καὶ πρεσβυτικοῖς ἧττον γίνεται ἡ φιλία, ὅσῳ δυσκολώτεροί εἰσι καὶ ἧττον ταῖς ὁμιλίαις χαίρουσιν· ταῦτα γὰρ δοκεῖ μάλιστ᾽ εἶναι φιλικὰ καὶ ποιητικὰ φιλίας. διὸ νέοι μὲν γίνονται φίλοι ταχύ, πρεσβῦται δ᾽ οὔ·
    Μεταξύ των στρυφνών και των ηλικιωμένων ανθρώπων η φιλία γεννιέται λιγότερο συχνά, αφού οι άνθρωποι αυτοί είναι πιο δύστροποι και χαίρονται λιγότερο τη συντροφιά των άλλων — αυτά δεν θεωρούν οι άνθρωποι πως είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της φιλίας και αυτά που κατά κύριο λόγο γεννούν τη φιλία; Αυτός είναι ο λόγος που, ενώ οι νέοι άνθρωποι γίνονται γρήγορα φίλοι, οι ηλικιωμένοι όχι·
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. σκληρός, στερεός, άκαμπτος
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἱερῆς νούσου [ιεράς νόσου], (De morbo sacro), 10, p.380, @scaife.perseus
    αἱ γὰρ φλέβες μεσταί εἰσιν αἵματος, καὶ ὁ ἐγκέφαλος συνέστηκε καὶ ἐστὶ στρυφνὸς, ὥστε οὐκ ἐπικαταῤῥέει ἐπὶ τὰς φλέβας·
     συνώνυμα: στιβαρός, στιφρός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία