Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρυφνότης αἱ στρυφνότητες
      γενική τῆς στρυφνότητος τῶν στρυφνοτήτων
      δοτική τῇ στρυφνότητ ταῖς στρυφνότησ(ν)
    αιτιατική τὴν στρυφνότητ τὰς στρυφνότητᾰς
     κλητική ! στρυφνότης στρυφνότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρυφνότητε
γεν-δοτ τοῖν  στρυφνοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρυφνότης < ό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρυφνότης, -ητος θηλυκό

  1. η αίσθηση οξείας, δριμείας, στυφής γεύσης
  2. (μεταφορικά) στρυφνότητα χαρακτήρα, τραχύτητα

  Πηγές επεξεργασία