καλότροπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλότροπος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καλότροπος ή μεσαιωνική ελληνική [1] καλό- + -τροπος
Επίθετο επεξεργασία
καλότροπος, -η, -ο
- που έχει καλούς τρόπους, ευγενικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλότροπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας