Ετυμολογία

επεξεργασία
περιπλέκω < περί και πλέκω

περιπλέκω

εμπλέκω, μπερδεύω «περιεπλάκη ο χαρταετός μου στα τηλεγραφικά σύρματα»

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία