Δείτε επίσης: ἀποστρέφω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστρέφω < ἀπό > απο- + στρέφω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈstɾe.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐στρέ‐φω

αποστρέφω, αόρ.: απέστρεψα, παθ.φωνή: αποστρέφομαι, π.αόρ.: αποστράφηκα, μτχ.π.π.: απεστραμμένος

  1. στρέφω αλλού, προς άλλη κατεύθυνση), το πρόσωπο ή το βλέμμα μου, για να εκφράσω άρνηση, δυσαρέσκεια, περιφρόνηση κ.λπ.
    ⮡  αποστρέφω το βλέμμα μου
  2. → δείτε και σημασίες στο παθητικό αποστρέφομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και στρέφω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία