αποστρέφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστρέφω < ἀπό > απο- + στρέφω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈstɾe.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐στρέ‐φω
Ρήμα
επεξεργασίααποστρέφω, αόρ.: απέστρεψα, παθ.φωνή: αποστρέφομαι, π.αόρ.: αποστράφηκα, μτχ.π.π.: απεστραμμένος
- στρέφω αλλού, προς άλλη κατεύθυνση), το πρόσωπο ή το βλέμμα μου, για να εκφράσω άρνηση, δυσαρέσκεια, περιφρόνηση κ.λπ.
- ⮡ αποστρέφω το βλέμμα μου
- → δείτε και σημασίες στο παθητικό αποστρέφομαι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις από και στρέφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστρέφω | απέστρεφα | θα αποστρέφω | να αποστρέφω | αποστρέφοντας | |
β' ενικ. | αποστρέφεις | απέστρεφες | θα αποστρέφεις | να αποστρέφεις | απόστρεφε | |
γ' ενικ. | αποστρέφει | απέστρεφε | θα αποστρέφει | να αποστρέφει | ||
α' πληθ. | αποστρέφουμε | αποστρέφαμε | θα αποστρέφουμε | να αποστρέφουμε | ||
β' πληθ. | αποστρέφετε | αποστρέφατε | θα αποστρέφετε | να αποστρέφετε | αποστρέφετε | |
γ' πληθ. | αποστρέφουν(ε) | απέστρεφαν αποστρέφαν(ε) |
θα αποστρέφουν(ε) | να αποστρέφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέστρεψα | θα αποστρέψω | να αποστρέψω | αποστρέψει | ||
β' ενικ. | απέστρεψες | θα αποστρέψεις | να αποστρέψεις | απόστρεψε | ||
γ' ενικ. | απέστρεψε | θα αποστρέψει | να αποστρέψει | |||
α' πληθ. | αποστρέψαμε | θα αποστρέψουμε | να αποστρέψουμε | |||
β' πληθ. | αποστρέψατε | θα αποστρέψετε | να αποστρέψετε | αποστρέψτε | ||
γ' πληθ. | απέστρεψαν αποστρέψαν(ε) |
θα αποστρέψουν(ε) | να αποστρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστρέψει | είχα αποστρέψει | θα έχω αποστρέψει | να έχω αποστρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστρέψει | είχες αποστρέψει | θα έχεις αποστρέψει | να έχεις αποστρέψει | έχε αποστραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποστρέψει | είχε αποστρέψει | θα έχει αποστρέψει | να έχει αποστρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστρέψει | είχαμε αποστρέψει | θα έχουμε αποστρέψει | να έχουμε αποστρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστρέψει | είχατε αποστρέψει | θα έχετε αποστρέψει | να έχετε αποστρέψει | έχετε αποστραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποστρέψει | είχαν αποστρέψει | θα έχουν αποστρέψει | να έχουν αποστρέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποστραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποστραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποστραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποστραμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστρέφομαι | αποστρεφόμουν(α) | θα αποστρέφομαι | να αποστρέφομαι | ||
β' ενικ. | αποστρέφεσαι | αποστρεφόσουν(α) | θα αποστρέφεσαι | να αποστρέφεσαι | αποστρέφου | |
γ' ενικ. | αποστρέφεται | αποστρεφόταν(ε) | θα αποστρέφεται | να αποστρέφεται | ||
α' πληθ. | αποστρεφόμαστε | αποστρεφόμαστε αποστρεφόμασταν |
θα αποστρεφόμαστε | να αποστρεφόμαστε | ||
β' πληθ. | αποστρέφεστε | αποστρεφόσαστε αποστρεφόσασταν |
θα αποστρέφεστε | να αποστρέφεστε | αποστρέφεστε | |
γ' πληθ. | αποστρέφονται | αποστρέφονταν αποστρεφόντουσαν |
θα αποστρέφονται | να αποστρέφονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστράφηκα | θα αποστραφώ | να αποστραφώ | αποστραφεί | ||
β' ενικ. | αποστράφηκες | θα αποστραφείς | να αποστραφείς | αποστάφου | ||
γ' ενικ. | αποστράφηκε | θα αποστραφεί | να αποστραφεί | |||
α' πληθ. | αποστραφήκαμε | θα αποστραφούμε | να αποστραφούμε | |||
β' πληθ. | αποστραφήκατε | θα αποστραφείτε | να αποστραφείτε | αποστραφείτε | ||
γ' πληθ. | αποστράφηκαν αποστραφήκαν(ε) |
θα αποστραφούν(ε) | να αποστραφούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποστραφεί | είχα αποστραφεί | θα έχω αποστραφεί | να έχω αποστραφεί | αποστραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποστραφεί | είχες αποστραφεί | θα έχεις αποστραφεί | να έχεις αποστραφεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποστραφεί | είχε αποστραφεί | θα έχει αποστραφεί | να έχει αποστραφεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστραφεί | είχαμε αποστραφεί | θα έχουμε αποστραφεί | να έχουμε αποστραφεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποστραφεί | είχατε αποστραφεί | θα έχετε αποστραφεί | να έχετε αποστραφεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστραφεί | είχαν αποστραφεί | θα έχουν αποστραφεί | να έχουν αποστραφεί |