turn away
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | turn away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns away |
αόριστος | turned away |
παθητική μετοχή | turned away |
ενεργητική μετοχή | turning away |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαturn away (en)
- γυρίζω πίσω, δεν επιτρέπω σε κάποιον να μπει σε ένα μέρος
- ↪ They turned us away at the border.
- Μας γύρισαν πίσω στα σύνορα.
- ↪ They turned us away at the border.
Πηγές
επεξεργασία- turn away - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω