ενεστώτας turn away
γ΄ ενικό ενεστώτα turns away
αόριστος turned away
παθητική μετοχή turned away
ενεργητική μετοχή turning away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn away < → δείτε τις λέξεις turn και away

turn away (en)

  • γυρίζω πίσω, δεν επιτρέπω σε κάποιον να μπει σε ένα μέρος
    ⮡  They turned us away at the border.
    Μας γύρισαν πίσω στα σύνορα.