Δείτε επίσης: ἀπόστροφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόστροφος οι απόστροφοι
      γενική της αποστρόφου των αποστρόφων
    αιτιατική την απόστροφο τις αποστρόφους
     κλητική απόστροφε
(απόστροφο)
απόστροφοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απόστροφος < ελληνιστική κοινή ἀπόστροφος, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του αρχαίου επιθέτου ἀπόστροφος (στραμμένος σε άλλη μεριά) < ἀπό (από-) + -στροφος. Το αρσενικό, προσαρμοσμένος τύπος της δημοτικής. [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈpo.stɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐στρο‐φος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απόστροφος θηλυκό (και αρσενικό)

  • σημείο στίξης (΄) που σημειώνεται στη θέση ενός φωνήεντος που χάθηκε

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία