Δείτε επίσης: αγγαρεύω

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγγαρεύω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας  δείτε περισσότερα στο ἄγγαρος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: αγγαρεύω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀγγαρεύω   ---- 
Παρατατικός  ἠγγάρευον   ---- 
Μέλλοντας  ἀγγαρεύσω   ---- 
Αόριστος  ἠγγάρευσα   ----- 
Παρακείμενος  ----   ---- 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.