Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἠγγάρευσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ἠγγάρευσα
α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού αορίστου του ρήματος
ἀγγαρεύω
→
δείτε
τη λέξη
ἀγγαρεύω