↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄγγαρος οἱ ἄγγαροι
      γενική τοῦ ἀγγάρου τῶν ἀγγάρων
      δοτική τῷ ἀγγάρ τοῖς ἀγγάροις
    αιτιατική τὸν ἄγγαρον τοὺς ἀγγάρους
     κλητική ! ἄγγαρε ἄγγαροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγγάρω
γεν-δοτ τοῖν  ἀγγάροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄγγαρος < αβέβαιης ετυμολογίας, (άμεσο δάνειο) προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας .[1] Δεν σχετίζεται με την ακκαδική 𒇽𒂠𒂷 (agru, μισθωτός).[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄγγαρος, -ου αρσενικό

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄγγαρος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγγαρεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. s.v.- ἄγγαρος σελ. 9 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.