ἄγγαρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἄγγαρος | οἱ | ἄγγαροι |
γενική | τοῦ | ἀγγάρου | τῶν | ἀγγάρων |
δοτική | τῷ | ἀγγάρῳ | τοῖς | ἀγγάροις |
αιτιατική | τὸν | ἄγγαρον | τοὺς | ἀγγάρους |
κλητική ὦ! | ἄγγαρε | ἄγγαροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγγάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγγάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄγγαρος < αβέβαιης ετυμολογίας, (άμεσο δάνειο) προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας .[1] Δεν σχετίζεται με την ακκαδική 𒇽𒂠𒂷 (agru, μισθωτός).[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄγγαρος, -ου αρσενικό
- (ιστορία, επάγγελμα) έφιππος ταχυδρόμος στην περσική αυτοκρατορία για τη μεταφορά επιστολών και διαταγμάτων του βασιλιά
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 94 , 121f-122a, @scaife.perseus, @el.wikisource
- καὶ γὰρ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσι τοῖς σφόδρα ἑλληνίζουσιν ἔστιν εὑρεῖν καὶ Περσικὰ ὀνόματα κείμενα διὰ τὴν τῆς χρήσεως συνήθειαν, ὡς τοὺς παρασάγγας καὶ τοὺς ἀστάνδας καὶ τοὺς ἀγγάρους καὶ τὴν σχοῖνον ἢ τὸν σχοῖνον μέτρον δ’ ἐστὶ τοῦτο ὁδοῦ μέχρι νῦν οὕτως παρὰ πολλοῖς καλούμενον.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3, 94 , 121f-122a, @scaife.perseus, @el.wikisource
Επίθετο
επεξεργασίαἄγγαρος, -ος, -ον
- που χρησιμεύει ως ταχυδρόμος, αγγελιοφόρος, συνήθως στις φράσεις ἄγγαρον πῦρ (: φωτιά που χρησίμευε για τη μετάδοση μηνύματος) και ἄγγαροι ἡμίονοι (: μουλάρια που χρησιμοποιούνταν από τους έφιππους ταχυδρόμους)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγαρεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ s.v.- ἄγγαρος σελ. 9 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἄγγαρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγγαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.