Δείτε επίσης: ἀγγαρεύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγαρεύω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγγαρεύω[1][2] < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < περσική < ακκαδική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈɾe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γα‐ρεύ‐ω

αγγαρεύω, αόρ.: αγγάρεψα, παθ.φωνή: αγγαρεύομαι, π.αόρ.: αγγαρεύτηκα, μτχ.π.π.: αγγαρεμένος

  • ζητώ από κάποιον ή τον αναγκάζω να κάνει χωρίς αμοιβή μια συγκεκριμένη εργασία, πιθανόν δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη, μια αγγαρεία
    ⮡ Ο διευθυντής με αγγάρεψε να μείνω στο γραφείο μέχρι αργά για να τελειώσω την αναφορά.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγγαρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγγαρεύωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)