Ουσιαστικό

επεξεργασία

corvée (en)



      ενικός         πληθυντικός  
corvée corvées

  Ετυμολογία

επεξεργασία
corvée < υστερολατινική conrogata

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔʁ.ve/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

corvée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία