corvée
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcorvée (en)
- η αγγαρεία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
corvée | corvées |
Ετυμολογία
επεξεργασία- corvée < υστερολατινική conrogata
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcorvée (fr) θηλυκό
- η αγγαρεία, η καταναγκαστική εργασία που ήταν υποχρεωμένος να κάνει ένας υποτελής για τον κύριό του