Ουσιαστικό

επεξεργασία

corvée (en)

  • η αγγαρεία, η καταναγκαστική εργασία που ήταν υποχρεωμένος να κάνει ένας υποτελής για τον κύριό του



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
corvée corvées

corvée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία