Δείτε επίσης: ἀγγαρεία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγαρεία οι αγγαρείες
      γενική της αγγαρείας των αγγαρειών
    αιτιατική την αγγαρεία τις αγγαρείες
     κλητική αγγαρεία αγγαρείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

αγγαρεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγγαρεία[1] < ἀγγαρεύω < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < περσικά[2] < ακκαδικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈɾi.a/ και σε γρήγορο λόγο: /a.ɡaˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γα‐ρεί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγαρεία θηλυκό

  1. καταναγκαστική εργασία
  2. (κατ’ επέκταση) δυσάρεστη εργασία ή υποχρέωση
    ※  Η πολυπλοκότητα του πολέμου και των οπλικών συστημάτων έχουν κάνει και πάλι την αναμέτρηση προϊόν ειδικών, και αυτό είναι λογικό. Η στρατιωτική θητεία δεν θυμίζει σε τίποτα συνεισφορά στο μεγαλείο της πολιτικής κοινότητας, αλλά αγγαρεία στην καλύτερη περίπτωση και εθνικιστικό πάθος στη χειρότερη.
    Υμνοι (και απειλές) εις την Ελευθερίαν, Το Βήμα, 24 Απριλίου 2024
  3. (στρατιωτικός όρος) υποχρεωτική, χειρωνακτική υπηρεσία που επιβάλλεται στους στρατιώτες

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγγαρεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  • αγγαρείαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)