αγγαρεία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
αγγαρεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγγαρεία[1] < ἀγγαρεύω < αρχαία ελληνική ἄγγαρος < περσικά[2] < ακκαδικά
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈɾi.a/ και σε γρήγορο λόγο: /a.ɡaˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γα‐ρεί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγγαρεία θηλυκό
- καταναγκαστική εργασία
- (κατʼ επέκταση) δυσάρεστη εργασία ή υποχρέωση
- (στρατιωτικός όρος) υποχρεωτική, χειρωνακτική υπηρεσία που επιβάλλεται στους στρατιώτες
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγγαρεία
Επεξεργασία
- ↑ αγγαρεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.