↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγγάρεμα τα αγγαρέματα
      γενική του αγγαρέματος των αγγαρεμάτων
    αιτιατική το αγγάρεμα τα αγγαρέματα
     κλητική αγγάρεμα αγγαρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγάρεμα < αγγαρεύω + -μα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋˈga.ɾe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γά‐ρε‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγάρεμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αγγαρεύω, το να βάζεις κάποιον να κάνει μια αγγαρεία
    ⮡ Το καθάρισμα της αποθήκης ήταν ένα πραγματικό αγγάρεμα, αλλά έπρεπε να γίνει.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αγγάρεμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)