αγγάρεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aŋˈga.ɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γά‐ρε‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγάρεμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αγγαρεύω, το να βάζεις κάποιον να κάνει μια αγγαρεία
- ⮡ Το καθάρισμα της αποθήκης ήταν ένα πραγματικό αγγάρεμα, αλλά έπρεπε να γίνει.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγάρεμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγάρεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αγγάρεμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)