ενικός         πληθυντικός  
chore chores

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃoə/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chore (en)

  1. η δουλειά που κάνω τακτικά
    ⮡  I am doing the (household) chores.
    Κάνω τις δουλειές του σπιτιού.
  2. η αγγαρεία