chore
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chore | chores |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchore (en)
- η δουλειά που κάνω τακτικά
- ⮡ I am doing the (household) chores.
- Κάνω τις δουλειές του σπιτιού.
- ⮡ I am doing the (household) chores.
- η αγγαρεία