Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγαροδουλειά οι αγγαροδουλειές
      γενική της αγγαροδουλειάς των αγγαροδουλειών
    αιτιατική την αγγαροδουλειά τις αγγαροδουλειές
     κλητική αγγαροδουλειά αγγαροδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγαροδουλειά < αγγαρεί(α) + -ο- + δουλειά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγγαροδουλειά θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία