αγγαροδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγαροδουλειά | οι | αγγαροδουλειές |
γενική | της | αγγαροδουλειάς | των | αγγαροδουλειών |
αιτιατική | την | αγγαροδουλειά | τις | αγγαροδουλειές |
κλητική | αγγαροδουλειά | αγγαροδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγγαροδουλειά < αγγαρεί(α) + -ο- + δουλειά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγαροδουλειά θηλυκό
- μια εργασία που πρέπει να οφείλει να κάνει κάποιος υποχρεωτικά, για την οποία όμως του λείπει η προθυμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγαροδουλειά
|