corvéable
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- corvéable < corvée
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corvéable | corvéables |
θηλυκό | corvéablee | corvéablees |
corvéable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κάνει αγγαρείες