Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
taillable taillables

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

taillable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που ώφειλε να πληρώσει τον φόρο « taille »

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • taillable et corvéable à merci: που μπορεί να πληρώσει τον παραπάνω φόρο, καθώς και να εκτελέσει υποχρεωτικά έργα για τον άρχοντα, χωρίς όρια