merci
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπιφώνημαΕπεξεργασία
merci (fr)
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
merci (fr) αρσενικό
- το ευχαριστώ
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
merci (fr) θηλυκό
- το έλεος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- à la merci de: στη διάθεση κάποιου, στο έλεος κάποιου, όντας τελείως εξαρτημένος από κάποιον
- à merci: χωρίς όρια, λέγεται αρνητικά για κάτι που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί όσο θέλει