merci
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαmerci (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmerci (fr) αρσενικό
- το ευχαριστώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmerci (fr) θηλυκό
- το έλεος
Εκφράσεις
επεξεργασία- à la merci de: στη διάθεση κάποιου, στο έλεος κάποιου, όντας τελείως εξαρτημένος από κάποιον
- à merci: χωρίς όρια, λέγεται αρνητικά για κάτι που μπορεί κάποιος να εκμεταλλευτεί όσο θέλει