αγγαρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈɾe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γα‐ρεύ‐ο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αγγαρεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αγγαρεύω