ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀλαλκομενί αἱ Ἀλαλκομενίαι
      γενική τῆς Ἀλαλκομενίᾱς τῶν Ἀλαλκομενιῶν
      δοτική τῇ Ἀλαλκομενί ταῖς Ἀλαλκομενίαις
    αιτιατική τὴν Ἀλαλκομενίᾱν τὰς Ἀλαλκομενίᾱς
     κλητική ! Ἀλαλκομενί Ἀλαλκομενίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀλαλκομενί
γεν-δοτ τοῖν  Ἀλαλκομενίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀλαλκομενία < Ἀλαλκομένης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀλαλκομενία θηλυκό