ἀμπελόφυτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμπελόφυτος | τὸ | ἀμπελόφυτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀμπελοφύτου | τοῦ | ἀμπελοφύτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀμπελοφύτῳ | τῷ | ἀμπελοφύτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμπελόφυτον | τὸ | ἀμπελόφυτον | ||
κλητική ὦ! | ἀμπελόφυτε | ἀμπελόφυτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμπελόφυτοι | τὰ | ἀμπελόφυτᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀμπελοφύτων | τῶν | ἀμπελοφύτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμπελοφύτοις | τοῖς | ἀμπελοφύτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμπελοφύτους | τὰ | ἀμπελόφυτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀμπελόφυτοι | ἀμπελόφυτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμπελοφύτω | τὼ | ἀμπελοφύτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμπελοφύτοιν | τοῖν | ἀμπελοφύτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀμπελόφυτος (ελληνιστική κοινή) < ἀμπελό- + -φυτος
Επίθετο
επεξεργασίαἀμπελόφυτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- (και στην καθαρεύουσα) ἀμπελόφυτος: αμπελόφυτος
- ※ Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
Πηγές
επεξεργασία- ἀμπελόφυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.