Δείτε επίσης: αδιαλείπτως

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδιαλείπτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδιάλειπτ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀδιαλείπτως (ελληνιστική κοινή)