Δείτε επίσης: αλληγορία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλληγορί αἱ ἀλληγορίαι
      γενική τῆς ἀλληγορίᾱς τῶν ἀλληγοριῶν
      δοτική τῇ ἀλληγορί ταῖς ἀλληγορίαις
    αιτιατική τὴν ἀλληγορίᾱν τὰς ἀλληγορίᾱς
     κλητική ! ἀλληγορί ἀλληγορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλληγορί
γεν-δοτ τοῖν  ἀλληγορίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλληγορία < ἀλληγορέω < (ἄλλος) ἀλλ- + -ηγορέω (ἀγορεύω < ἀγορά)

Ουσιαστικό

επεξεργασία