ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀδελφότης αἱ ἀδελφότητες
      γενική τῆς ἀδελφότητος τῶν ἀδελφοτήτων
      δοτική τῇ ἀδελφότητ ταῖς ἀδελφότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀδελφότητ τὰς ἀδελφότητᾰς
     κλητική ! ἀδελφότης ἀδελφότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδελφότητε
γεν-δοτ τοῖν  ἀδελφοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδελφότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδελφό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀδελφότης θηλυκό